- εὐόδως
- D0-0-0-1-0=1 Prv 30,29easily
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Εὐόδως — Εὔοδος easy to pass masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόδως — εὔοδος easy to pass adverbial εὔοδος easy to pass masc/fem acc pl (doric) εὐοδόω help on the way imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԾ — ( ) NBH 2 0635 Chronological Sequence: Early classical մ. Արմատ Պարծելոյ. լծ. ընդ Պերճ, եւ բարձր. εὑοδώς expedite. Պարծանօք. սիգաճեմ. ազատաքայլ. համարձակ. ... *Երեք են որ պարծ շրջին. կորիւն առիւծու ... աքաղաղ. նոխազ Առակ. լ. 29 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)